-
1 λούστρο
τό1) лак (для мебели и т. п.); 2) вакса; крем (для обуви); 3) блеск, лоск, глянец; 4) натирание до блеска; 5) перен. лоск, внешний блеск -
2 λούστρο
[лустро] ουσ. о. лоск, блеск, глянец.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λούστρο
-
3 λούστρο
[лустро] ουσ ο лоск, блеск, глянец. -
4 λούστρος
ο1) чистильщик обуви; 2) см. λούστρο
См. также в других словарях:
λούστρο — το (λ. ιταλ.) 1. το βερνίκι: Το ξύλο γυαλίζει γιατί το περάσαμε λούστρο. 2. γυαλάδα, στιλπνότητα. 3. μτφ., επιφανειακή πνευματική ή κοινωνική μόρφωση: Από το σχολείο μού έμεινε μόνο ένα λούστρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λούστρο — το 1. στιλπνό επίχρισμα επιφάνειας, βερνίκι 2. στιλπνότητα, γυαλάδα 3. λουστράρισμα, στίλβωση 4. επιφανειακή πνευματική ή κοινωνική κατάρτιση ατόμου χωρίς βαθιά καλλιέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lustro «στιλπνότητα, λάμψη»] … Dictionary of Greek
λουστρίζω — [λούστρο] λουστράρω … Dictionary of Greek
λουστράρισμα — το [λουστραρίζω] επάλειψη με λούστρο, στίλβωμα, γυάλισμα … Dictionary of Greek
λουστράρω — κάνω κάτι στιλπνό επαλείφοντας το με λούστρο, στιλβώνω, γυαλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lustrare «γυαλίζω, στιλβώνω»] … Dictionary of Greek
λουστράτος — η, ο [λούστρο] λουστραρισμένος, γυαλισμένος … Dictionary of Greek
λούστρος — ο 1. στιλβωτής υποδημάτων 2. το λούστρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lustro] … Dictionary of Greek
ξελουστρόπανο — το λινό ύφασμα το οποίο ο ράφτης, αφού τό βρέξει και τό αποστραγγίσει, τό χρησιμοποιεί όταν σιδερώνει, για να φεύγει το γυάλισμα τού ενδύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + λούστρο + πανί] … Dictionary of Greek
Τυνησία — I Τυνησία Κράτος της βόρειας Αφρικής. Βρέχεται στα βόρεια και στα ανατολικά από τη Mεσόγειο, και συνορεύει στα δυτικά με την Aλγερία και στα νότια με τη Λιβύη.Tο έδαφος της Tυνησίας περιλαμβάνει το τμήμα εκείνο της Σαχάρας που εκτείνεται στα… … Dictionary of Greek
lustru — LÚSTRU1 s.n. Strălucire naturală sau obţinută prin procedee artificiale a suprafeţei unui obiect; luciu. ♢ expr. Sărăcie cu lustru = sărăcie mare, sărăcie lucie. ♦ Aspect lucios pe care îl capătă unele obiecte, stofe etc. din cauza uzării. ♦… … Dicționar Român